- χορδίτιδα
- η, Ν1. χημ. είδος ωστικής εκρηκτικής ύλης, άκαπνης πυρίτιδας2. ιατρ. φλεγμονή τών φωνητικών χορδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chorditis < χορδή + κατάλ. -ίτις/-ίτιδα*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek